Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Adaptability
01
προσαρμοστικότητα, ικανότητα προσαρμογής
the ability to adjust to new conditions, environments, or challenges with ease
Παραδείγματα
Her adaptability helped her thrive in a fast-changing work environment.
Η προσαρμοστικότητά της τη βοήθησε να ευδοκιμήσει σε ένα γρήγορα μεταβαλλόμενο εργασιακό περιβάλλον.
The team 's adaptability was key to overcoming unexpected obstacles.
Η προσαρμοστικότητα της ομάδας ήταν το κλειδί για την ξεπέραση απροσδόκητων εμποδίων.
Λεξικό Δέντρο
unadaptability
adaptability
adaptable
adapt



























