Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in-depth
01
ενδελεχής, λεπτομερής
thorough and detailed, covering all aspects of a topic
Παραδείγματα
The documentary provides an in-depth look at climate change.
Το ντοκιμαντέρ προσφέρει μια ενδελεχή ματιά στην κλιματική αλλαγή.
The professor gave an in-depth explanation of the theory.
Ο καθηγητής έδωσε μια ενδελεχή εξήγηση της θεωρίας.



























