Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in-flight
01
εν πτήσει, κατά τη διάρκεια της πτήσης
offered or occurring during a flight
Παραδείγματα
The in-flight meal was served shortly after takeoff.
Το γεύμα κατά τη διάρκεια της πτήσης σερβιρίστηκε λίγο μετά την απογείωση.
She read the in-flight magazine while waiting for the plane to land.
Διάβασε το εν πτήσει περιοδικό ενώ περίμενε να προσγειωθεί το αεροπλάνο.



























