Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
In-migration
01
μετανάστευση εισερχόμενη, μετανάστευση προς τα μέσα
migration into a place (especially migration to a country of which you are not a native in order to settle there)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μετανάστευση εισερχόμενη, μετανάστευση προς τα μέσα