Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
In-basket
01
κάλαθος εισερχομένων, δίσκος εισερχομένων εγγράφων
a tray-like object on an office desk, where incoming tasks or documents are placed for one to deal with
Παραδείγματα
She sorted through the documents in her in-basket to prioritize tasks for the day.
Ταξινόμησε τα έγγραφα στο εισερχόμενο καλάθι της για να προτεραιοποιήσει τις εργασίες της ημέρας.
The manager reviewed the contents of his in-basket before scheduling meetings.
Ο διευθυντής εξέτασε τα περιεχόμενα του εισερχόμενου καλαθιού του πριν προγραμματίσει συναντήσεις.



























