
Αναζήτηση
to push-start
01
σπρώχνω για να ξεκινήσει (το όχημα), ξεκινώ με σπρώξιμο
to start a vehicle by pushing it while in gear, typically when the engine fails to start normally
Example
He push-started his old motorcycle by getting a friend to give it a push down the hill.
Έκανε σπρώξιμο για να ξεκινήσει την παλιά του μοτοσικλέτα ζητώντας από έναν φίλο να την σπρώξει κάτω από το λόφο.
We had to push-start the car yesterday because the battery was completely dead.
Έπρεπε να σπρώξουμε για να ξεκινήσει το αυτοκίνητο χθες γιατί η μπαταρία ήταν εντελώς πεθαμένη.

Συναφή Λέξεις