Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
commercial vehicle
/kəmˈɜːʃəl vˈiəkəl/
/kəmˈɜːʃəl vˈiəkəl/
Commercial vehicle
01
επαγγελματικό όχημα, φορτηγό
a vehicle used for transporting goods or passengers for profit
Παραδείγματα
The company purchased a fleet of commercial vehicles for its delivery services.
Η εταιρεία αγόρασε ένα στόλο εμπορικών οχημάτων για τις υπηρεσίες παράδοσής της.
Commercial vehicles are subject to different regulations than personal vehicles.
Τα επαγγελματικά οχήματα υπόκεινται σε διαφορετικούς κανονισμούς από τα προσωπικά οχήματα.



























