Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Commercialization
01
εμπορευματοποίηση, εισαγωγή στην αγορά
the process of introducing a new product or service into the market for sale
Παραδείγματα
The commercialization of electric vehicles has increased significantly in recent years.
Ο εμπορικός χαρακτήρας των ηλεκτρικών οχημάτων έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
The company focused on the commercialization of its latest software application.
Η εταιρεία επικεντρώθηκε στην εμπορευματοποίηση της τελευταίας της εφαρμογής λογισμικού.



























