Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to commingle
01
αναμιγνύω, συνδυάζω
to thoroughly mix different things together
Transitive: to commingle multiple elements
Παραδείγματα
The artist skillfully commingled various artistic styles to create a unique and captivating masterpiece.
Ο καλλιτέχνης επιδέξια ανέμειξε διάφορα καλλιτεχνικά στυλ για να δημιουργήσει ένα μοναδικό και συναρπαστικό αριστούργημα.
In the laboratory, scientists commingled different chemicals to observe potential reactions.
Στο εργαστήριο, οι επιστήμονες ανέμειξαν διαφορετικά χημικά για να παρατηρήσουν πιθανές αντιδράσεις.
02
αναμιγνύω, συγχωνεύω
to mix or blend together without distinction or separation
Intransitive
Παραδείγματα
In the garden, the scents of various flowers commingle, creating a delightful fragrance.
Στον κήπο, οι μυρωδιές διαφόρων λουλουδιών αναμειγνύονται, δημιουργώντας μια απολαυστική μυρωδιά.
As the rivers meet, their waters commingle, forming a confluence of currents.
Όταν οι ποταμοί συναντιούνται, τα νερά τους αναμειγνύονται, σχηματίζοντας μια συμβολή ρευμάτων.



























