Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
commercially
01
εμπορικά, από εμπορική άποψη
in a manner relates to commerce, trade, or business activities
Παραδείγματα
The company expanded commercially by entering new markets.
Η εταιρεία επεκτάθηκε εμπορικά εισερχόμενη σε νέες αγορές.
E-commerce has grown significantly, enabling businesses to reach a broader audience commercially.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει αυξηθεί σημαντικά, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να φτάσουν σε ένα ευρύτερο κοινό εμπορικά.
Λεξικό Δέντρο
commercially
commercial
commerce



























