Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
creepily
Παραδείγματα
The doll stared creepily from the corner of the room.
Η κούκλα κοιτούσε ανατριχιαστικά από τη γωνία του δωματίου.
Fog drifted creepily across the empty street.
Η ομίχλη παρέσυρε τρομακτικά τον άδειο δρόμο.
02
ανατριχιαστικά, ενοχλητικά
in a way that feels unsettling or inappropriate, especially due to unwanted or overly familiar sexual attention
Παραδείγματα
He leaned in creepily, making her step back.
Έγερνε ανατριχιαστικά, κάνοντάς την να υποχωρήσει.
The teacher complimented her appearance creepily, which made the class go silent.
Ο δάσκαλος επαίνεσε την εμφάνισή της με ανατριχιαστικό τρόπο, κάτι που έκανε την τάξη να σιωπήσει.
Λεξικό Δέντρο
creepily
creepy
creep



























