Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
monumentally
01
μνημειωδώς, εξαιρετικά
to a very great or extreme degree, often negatively or ironically
Παραδείγματα
He has monumentally misunderstood the entire point of the project.
Έχει μονουμεντάλ παρεξηγήσει όλο το νόημα του έργου.
That idea is monumentally stupid, even by his standards.
Αυτή η ιδέα είναι τεράστια ηλίθια, ακόμα και για τα δικά του στάνταρ.
1.1
μνημειακά, με μνημειώδη τρόπο
in a manner that is of very high significance or scale
Παραδείγματα
The cathedral was monumentally constructed to awe and inspire.
Ο καθεδρικός ναός κατασκευάστηκε μνημειακά για να εντυπωσιάζει και να εμπνέει.
Those towers rise monumentally above the city skyline.
Οι πύργοι αυτοί υψώνονται μνημειωδώς πάνω από τον ορίζοντα της πόλης.
02
μνημειακά, με μνημειακό τρόπο
in a way that commemorates or preserves memory
Παραδείγματα
They are monumentally honored each year with a national holiday.
Τιμούνται μνημειωδώς κάθε χρόνο με μια εθνική αργία.
The soldiers were monumentally remembered with a bronze statue.
Οι στρατιώτες θυμήθηκαν μνημειωδώς με ένα χάλκινο άγαλμα.
Λεξικό Δέντρο
monumentally
monumental
monument



























