Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unsustainable
01
μη βιώσιμος, αβάσταχτος
not capable of being maintained or continued over the long term
Παραδείγματα
Deforestation for agriculture was causing an unsustainable loss of biodiversity in the region.
Η αποψίλωση των δασών για τη γεωργία προκαλούσε μια μη βιώσιμη απώλεια βιοποικιλότητας στην περιοχή.
The government 's spending habits were leading to unsustainable levels of national debt.
Οι συνήθειες δαπανών της κυβέρνησης οδηγούσαν σε μη βιώσιμα επίπεδα εθνικού χρέους.
Λεξικό Δέντρο
unsustainable
sustainable
sustain



























