Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
strapped
01
περιορισμένος, σε δυσχέρεια
having a limited amount of something, especially of money
Παραδείγματα
I ca n't go out tonight; I 'm strapped.
Δεν μπορώ να βγω απόψε; είμαι απένταρος.
She 's strapped until her next paycheck.
Είναι χωρίς λεφτά μέχρι τον επόμενο μισθό της.
02
ένοπλος, εξοπλισμένος με όπλο
armed with a gun or firearm
Παραδείγματα
He always stays strapped in case something pops off.
Παραμένει πάντα οπλισμένος σε περίπτωση που κάτι ξεσπάσει.
They were strapped during the robbery.
Ήταν οπλισμένοι κατά τη διάρκεια της ληστείας.



























