Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lamellophone
01
λαμελλοφώνo, κρουστό όργανο με μεταλλικές ή μπαμπού λωρίδες που παράγουν ήχο όταν τραβιούνται
a percussion instrument with metal or bamboo strips that produce sound when plucked
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
λαμελλοφώνo, κρουστό όργανο με μεταλλικές ή μπαμπού λωρίδες που παράγουν ήχο όταν τραβιούνται