Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
lamentable
01
θλιβερός, αξιοθρήνητος
deserving of pity, regret, or disappointment
Παραδείγματα
The state of the war-torn region was lamentable, with widespread suffering and destruction.
Η κατάσταση της περιοχής που είχε καταστραφεί από τον πόλεμο ήταν θλιβερή, με ευρεία δυστυχία και καταστροφή.
The persistently high poverty rate in the region was a lamentable aspect of the socio-economic situation.
Ο συνεχώς υψηλός δείκτης φτώχειας στην περιοχή ήταν μια θλιβερή πτυχή της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης.
Λεξικό Δέντρο
lamentably
lamentable
lament



























