Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
far-reaching
01
ευρέως διαδεδομένος, με ευρέως διαδεδομένες συνέπειες
having significant effects, implications, or consequences that extend over a wide area or range
Παραδείγματα
The far-reaching consequences of the decision affected not only the company but also its employees and customers.
Οι ευρέως διαδεδομένες συνέπειες της απόφασης επηρέασαν όχι μόνο την εταιρεία αλλά και τους υπαλλήλους και τους πελάτες της.
The far-reaching impact of climate change affects ecosystems, economies, and human societies worldwide.
Η ευρεία επίδραση της κλιματικής αλλαγής επηρεάζει τα οικοσυστήματα, τις οικονομίες και τις ανθρώπινες κοινωνίες παγκοσμίως.



























