Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Playdate
01
ραντεβού παιχνιδιού, συνάντηση παιχνιδιού
a prearranged time for children to get together and play, typically with a parent or caregiver present
Παραδείγματα
She arranged a playdate for her son with his best friend from school.
Οργάνωσε ένα ραντεβού παιχνιδιού για τον γιο της με τον καλύτερο φίλο του από το σχολείο.
His playdate with Mia included building a giant sandcastle at the beach.
Το ραντεβού παιχνιδιού του με τη Μία περιλάμβανε την κατασκευή ενός γιγαντιαίου πύργου από άμμο στην παραλία.
Λεξικό Δέντρο
playdate
play
date



























