Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
playable
01
παιχνιδιστός, κατάλληλος για παιχνίδι
suitable or able to be played
Παραδείγματα
The new video game console offers a wide selection of playable titles.
Η νέα κονσόλα βιντεοπαιχνιδιών προσφέρει μια ευρεία επιλογή παιχνίδιμων τίτλων.
The piano has been tuned and is now playable for the concert.
Το πιάνο έχει κουρδιστεί και είναι τώρα παιγμένο για τη συναυλία.
Λεξικό Δέντρο
replayable
unplayable
playable
play



























