Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
played
01
βαρετός, άνοστος
dull or lacking excitement
Παραδείγματα
The party was so played, I left early.
Το πάρτι ήταν τόσο βαρετό, έφυγα νωρίς.
This whole night is just played; let ’s go home.
Όλη αυτή η νύχτα είναι απλά βαρετή; πάμε σπίτι.
Λεξικό Δέντρο
played
play



























