
Αναζήτηση
Blazing row
01
καuτή διαμάχη, έντονη αντιπαράθεση
a very violent and intense argument between two parties
Example
Last night, they had a blazing row over their differing political views.
Χτες το βράδυ, είχαν μια καuτή διαμάχη λόγω των διαφορετικών πολιτικών απόψεων τους.
The siblings had a blazing row about who should inherit their parents' estate.
Τα αδέλφια είχαν μια καuτή διαμάχη για το ποιος θα κληρονομήσει την περιουσία των γονιών τους.