
Αναζήτηση
blazing
01
λαμπρός, φλεγων
shining intensely
02
φωτεινός, προφανής
without any attempt at concealment; completely obvious
Blazing
01
φλόγα (flóga), πυρκαγιά (pyrkagiá)
a strong flame that burns brightly
Αναζήτηση
λαμπρός, φλεγων
φωτεινός, προφανής
φλόγα (flóga), πυρκαγιά (pyrkagiá)