Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to proceed from
[phrase form: proceed]
01
προέρχομαι από, πηγάζω από
to arise from or be caused by something
Παραδείγματα
The rumors proceed from a single comment made last week.
Οι φήμες προέρχονται από ένα σχόλιο που έγινε την περασμένη εβδομάδα.
All the complications in the project proceed from a lack of clear communication.
Όλες οι επιπλοκές στο έργο προέρχονται από την έλλειψη σαφούς επικοινωνίας.



























