Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to splash out
[phrase form: splash]
01
ξοδεύω ασύστολα, σπαταλώ
to spend a lot of money on fancy or unnecessary things
Παραδείγματα
After completing a challenging project, the team decided to splash out on a spa day to relax and rejuvenate.
Μετά την ολοκλήρωση μιας απαιτητικής εργασίας, η ομάδα αποφάσισε να ξοδέψει πολλά χρήματα για μια μέρα στο σπα για να χαλαρώσει και να αναζωογονηθεί.
The family decided to splash out on a new car for a more comfortable and enjoyable travel experience.
Η οικογένεια αποφάσισε να ξοδέψει πολλά χρήματα για ένα καινούριο αυτοκίνητο για μια πιο άνετη και ευχάριστη εμπειρία ταξιδιού.



























