Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
painkilling
01
ανακουφιστικός, παυσίπονος
related to methods or drugs that can remove or reduce pain
Λεξικό Δέντρο
painkilling
pain
killing
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανακουφιστικός, παυσίπονος
Λεξικό Δέντρο
pain
killing