LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Painlessly
/pˈeɪnləsli/
/ˈpeɪnɫəsɫi/
Adverb (2)
Ορισμός και Σημασία του "painlessly"
painlessly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
ανώδυνα
in a manner that involves little effort, difficulty, or discomfort
02
ανώδυνα
without causing pain or discomfort
painfully
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App