Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to admit of
[phrase form: admit]
01
επιτρέπω, παραδέχομαι
to let something happen or exist
Transitive
Παραδείγματα
The flexible schedule of this job admits of a good work-life balance.
Το ευέλικτο πρόγραμμα αυτής της δουλειάς επιτρέπει μια καλή ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής.
The large venue can admit of a substantial audience for the concert.
Ο μεγάλος χώρος μπορεί να δεχτεί ένα σημαντικό κοινό για τη συναυλία.



























