Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
admittedly
01
ομολογουμένως, πρέπει να παραδεχτούμε
in a way that shows acknowledgment of an unfavorable fact or situation
Παραδείγματα
The project, admittedly, had some flaws that needed addressing.
Το έργο, πρέπει να το παραδεχτούμε, είχε κάποια ελαττώματα που έπρεπε να αντιμετωπιστούν.
I missed the deadline, admittedly, but I've been working hard to catch up.
Έχασα την προθεσμία, ομολογουμένως, αλλά δούλευα σκληρά για να καλύψω την υστέρηση.



























