Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Admittance
01
εισδοχή, πρόσβαση
the process of being allowed to enter a place or organization
02
εισδοχή, πρόσβαση
the permission to get into a place
Λεξικό Δέντρο
admittance
admit
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
εισδοχή, πρόσβαση
εισδοχή, πρόσβαση
Λεξικό Δέντρο