Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Yesteryear
01
παρελθόν, παλιά χρόνια
a time in the past, often remembered fondly or nostalgically for its traditions or simplicity
Παραδείγματα
The photos on the wall are a window into the yesteryear of the small town.
Οι φωτογραφίες στον τοίχο είναι ένα παράθυρο στο παρελθόν της μικρής πόλης.
People love to compare modern trends to those of yesteryear.
Οι άνθρωποι αγαπούν να συγκρίνουν τις σύγχρονες τάσεις με εκείνες των παλιών καιρών.



























