Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Yeshiva
01
γιεσιβά, ταλμουδική σχολή
a Jewish educational institution where students study religious texts and teachings
Παραδείγματα
The rabbi spent many years studying at a yeshiva before becoming a spiritual leader.
Ο ραβίνος πέρασε πολλά χρόνια σπουδάζοντας σε μια γεσιβά πριν γίνει πνευματικός ηγέτης.
At the yeshiva, students delve deep into the Talmud to gain a comprehensive understanding of Jewish law.
Στο yeshiva, οι μαθητές εμβαθύνουν στον Ταλμούδ για να αποκτήσουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση του εβραϊκού δικαίου.



























