Blurt
volume
British pronunciation/blˈɜːt/
American pronunciation/ˈbɫɝt/

Ορισμός και Σημασία του "blurt"

to blurt
01

to say something impulsively; often without careful thinking or consideration

blurt

v
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store