wroth
wroth
rɑ:θ
ραθ
British pronunciation
/ɹˈɒθ/

Ορισμός και σημασία του "wroth"στα αγγλικά

01

θυμωμένος, οργισμένος

very angry or enraged
example
Παραδείγματα
The wroth reaction from the crowd made it clear they were deeply offended.
Η οργισμένη αντίδραση του πλήθους έκανε σαφές ότι ήταν βαθιά προσβεβλημένοι.
Her wroth expression made it clear that she was not to be trifled with.
Η θυμωμένη της έκφραση έκανε σαφές ότι δεν έπρεπε να την ενοχλείς.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store