Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wrongful
01
άδικος, άδικο
not just or fair
02
παράνομος, αδικαιολόγητος
having no legally established claim
03
άδικος, παράνομος
unlawfully violating the rights of others
Λεξικό Δέντρο
wrongfully
wrongfulness
wrongful
wrong



























