Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wrongfully
Παραδείγματα
He was wrongfully accused of stealing money he never touched.
Κατηγορήθηκε άδικα για κλοπή χρημάτων που ποτέ δεν άγγιξε.
The employee was wrongfully dismissed despite having a good performance record.
Ο εργαζόμενος απολύθηκε άδικα παρά το καλό ιστορικό απόδοσης.
Λεξικό Δέντρο
wrongfully
wrongful
wrong



























