Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
unduly
01
υπερβολικά, αδικαιολόγητα
to a greater extent than is reasonable or acceptable
Παραδείγματα
She was unduly concerned about a minor issue.
Ανησυχούσε υπερβολικά για ένα μικρό ζήτημα.
The report focused unduly on small errors.
Η έκθεση επικεντρώθηκε υπερβολικά σε μικρά λάθη.
02
αδικαιολόγητα, υπερβολικά
in a way that is improper, unfair, or without sufficient cause
Παραδείγματα
The manager was unduly critical of her team's performance.
Ο διαχειριστής ήταν αδίκως επικριτικός για την απόδοση της ομάδας του.
He benefited unduly from the loophole in the contract.
Επωφελήθηκε αδίκως από το κενό στη σύμβαση.
Λεξικό Δέντρο
unduly
duly



























