Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
undulating
01
κυματιστός, κυματοειδής
moving or shaped in a smooth, wave-like pattern that rises and falls continuously
Παραδείγματα
The undulating hills stretched across the horizon.
Οι κυματιστές λόφοι εκτείνονταν στον ορίζοντα.
Her dress flowed in undulating folds as she danced.
Το φόρεμά της κυλούσε σε κυματιστές πτυχές καθώς χόρευε.
Λεξικό Δέντρο
undulating
undulate
undul



























