Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wrathful
01
οργισμένος, εκνευρισμένος
filled with intense anger or rage
Παραδείγματα
Her wrathful reaction to the betrayal was evident in her fierce words.
Η οργισμένη της αντίδραση στην προδοσία ήταν εμφανής στα άγρια λόγια της.
His wrathful outburst during the meeting left everyone stunned.
Η οργισμένη έκρηξή του κατά τη διάρκεια της συνάντησης άφησε όλους έκπληκτους.
Λεξικό Δέντρο
wrathfully
wrathful
wrath



























