
Αναζήτηση
Workout
01
προπόνηση, γυμναστική
a session of physical exercise or practice meant to improve or maintain health, fitness, or strength
Example
After a stressful day at work, she looked forward to her evening workout to clear her mind and energize her body.
Μετά από μια αγχωτική μέρα στη δουλειά, ανυπομονούσε για την απογευματινή της προπόνηση για να καθαρίσει το μυαλό της και να energize το σώμα της.
The new gym offered a variety of workout classes, from high-intensity interval training to relaxing yoga sessions.
Το νέο γυμναστήριο προσέφερε μια ποικιλία μαθημάτων γυμναστικής, από προπονήσεις υψηλής έντασης μέχρι χαλαρωτικές συνεδρίες γιόγκα.

Συναφή Λέξεις