Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Workplace
01
χώρος εργασίας, περιβάλλον εργασίας
a physical location, such as an office, factory, or store, where people go to work and perform their job duties
Παραδείγματα
Employees are required to follow safety guidelines in the workplace at all times.
Οι εργαζόμενοι υποχρεούνται να ακολουθούν τις οδηγίες ασφαλείας στον χώρο εργασίας ανά πάσα στιγμή.
The new workplace is spacious and equipped with modern technology.
Ο νέος χώρος εργασίας είναι ευρύχωρος και εξοπλισμένος με σύγχρονη τεχνολογία.
Λεξικό Δέντρο
workplace
work
place



























