Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Worktop
01
επιφάνεια εργασίας, κουζινέτσα
a flat, horizontal surface in the kitchen used for preparing meals
Dialect
British
Παραδείγματα
She cleared the worktop to make space for kneading the dough.
Κάθαρε τον πάγκο εργασίας για να κάνει χώρο για την ζύμωση της ζύμης.
The kitchen worktop was cluttered with various cooking utensils.
Ο πάγκος της κουζίνας ήταν γεμάτος με διάφορα μαγειρικά σκεύη.
Λεξικό Δέντρο
worktop
work
top



























