LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Woolen
/wˈʊlən/
/ˈwʊɫən/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "woolen"
Woolen
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
μάλλινος
a fabric made from the hair of sheep
woolen
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
μάλλινος
made of or related to wool
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App