Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Woof
01
γαβ, γάβγισμα
the barking sound made by a dog
02
υφάδι, νήμα υφάδιου
the yarn woven across the warp yarn in weaving
to woof
01
γαβγίζω, ουρλιάζω
(of a dog) to make a loud noise
Transitive
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γαβ, γάβγισμα
υφάδι, νήμα υφάδιου
γαβγίζω, ουρλιάζω