Wooing
volume
British pronunciation/wˈuːɪŋ/
American pronunciation/ˈwuɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "wooing"

01

a man's courting of a woman; seeking the affections of a woman (usually with the hope of marriage)

wooing definition and meaning
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store