Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
winding
01
ελιγμούς, κουλουριασμένος
having multiple twists and turns
Παραδείγματα
The winding road snaked through the mountain range.
Ο κουλουριασμένος δρόμος έτρεχε μέσα από τη βουνοσειρά.
They took a stroll along the winding river path.
Περπάτησαν κατά μήκος του κουλουριαστού μονοπατιού του ποταμού.
02
ελιγμούς, κουλουριασμένος
of a path e.g.
Winding
01
τύλιγμα, στρίψιμο
the act of winding or twisting
Λεξικό Δέντρο
winding
wind



























