Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
wholesome
01
υγιεινός, ωφέλιμος
having qualities that promote good health and well-being
Παραδείγματα
The wholesome habits of staying hydrated and managing stress played a key role in her overall wellness.
Οι υγιεινές συνήθειες της υδάτωσης και της διαχείρισης του στρες έπαιξαν κύριο ρόλο στη γενική της ευεξία.
Cooking meals at home using fresh ingredients was a wholesome practice embraced by the family.
Το μαγείρεμα γευμάτων στο σπίτι χρησιμοποιώντας φρέσκα υλικά ήταν μια υγιεινή πρακτική που υιοθέτησε η οικογένεια.
02
θρεπτικός, υγιεινός
(of food) nutritious, healthy, and beneficial for one's well-being
Παραδείγματα
She prefers to cook with wholesome ingredients like fresh vegetables and whole grains.
Προτιμά να μαγειρεύει με θρεπτικά συστατικά όπως φρέσκα λαχανικά και ολόκληρους σπόρους.
The restaurant prides itself on serving only wholesome, organic meals to its customers.
Το εστιατόριο περηφανεύεται ότι σερβίρει στους πελάτες του μόνο θρεπτικά και οργανικά γεύματα.
03
ενάρετος, παραδειγματικός
deserving of respect, approval, or admiration due to qualities such as excellence, virtue, skill, or achievement
Παραδείγματα
The wholesome values taught at the school emphasized honesty, kindness, and respect.
Οι υγιείς αξίες που διδάσκονταν στο σχολείο τόνιζαν την ειλικρίνεια, την καλοσύνη και τον σεβασμό.
The show was praised for its wholesome content, suitable for viewers of all ages.
Η παράσταση επαινέθηκε για το υγιές περιεχόμενό της, κατάλληλο για θεατές όλων των ηλικιών.
Λεξικό Δέντρο
unwholesome
wholesomely
wholesomeness
wholesome



























