Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
white-livered
01
δειλός, φοβισμένος
characterized by extreme timidity or fearfulness
Παραδείγματα
His white-livered approach to the decision-making process revealed a deep-seated fear of failure.
Η δειλή προσέγγισή του στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αποκάλυψε έναν βαθύ φόβο για την αποτυχία.
The white-livered reaction to the challenging situation highlighted his unwillingness to confront difficulties.
Η δειλή αντίδραση στην πρόκληση της κατάστασης τόνισε την απροθυμία του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες.



























