Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Whiteface
01
Whiteface, σκληραγωγημένη αγγλική ράτσα βοοειδών που εκτρέφεται εκτενώς στις Ηνωμένες Πολιτείες
hardy English breed of cattle raised extensively in United States
02
κλόουν με άσπρο πρόσωπο, άσπρος κλόουν
a clown whose face is covered with white make-up
Λεξικό Δέντρο
whiteface
white
face



























