Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-situated
/wˈɛlsˈɪtʃuːˌeɪɾᵻd/
/wˈɛlsˈɪtʃuːˌeɪtɪd/
well-situated
Παραδείγματα
After decades in a successful career, he found himself well-situated and able to retire early.
Μετά από δεκαετίες σε μια επιτυχημένη καριέρα, βρέθηκε σε καλή θέση και σε θέση να συνταξιοδοτηθεί νωρίς.
The well-situated couple enjoyed a life of ease, with no concerns about their financial future.
Το ζευγάρι με καλή οικονομική κατάσταση απολάμβανε μια ζωή ευκολίας, χωρίς ανησυχίες για το οικονομικό του μέλλον.



























