well-situated
Pronunciation
/wˈɛlsˈɪtʃuːˌeɪɾᵻd/
British pronunciation
/wˈɛlsˈɪtʃuːˌeɪtɪd/

Ορισμός και σημασία του "well-situated"στα αγγλικά

well-situated
01

καλά τοποθετημένος, άνετα εύπορος

comfortably well-off
example
Παραδείγματα
After decades in a successful career, he found himself well-situated and able to retire early.
Μετά από δεκαετίες σε μια επιτυχημένη καριέρα, βρέθηκε σε καλή θέση και σε θέση να συνταξιοδοτηθεί νωρίς.
The well-situated couple enjoyed a life of ease, with no concerns about their financial future.
Το ζευγάρι με καλή οικονομική κατάσταση απολάμβανε μια ζωή ευκολίας, χωρίς ανησυχίες για το οικονομικό του μέλλον.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store