Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
well-written
01
καλογραμμένο, καλοδομημένο
(of a piece of writing) composed or constructed in a way that is clear, effective, and skillfully presented
Παραδείγματα
The well-written essay impressed the judges with its clarity and insight.
Η καλογραμμένη έκθεση εντυπωσίασε τους κριτές με τη σαφήνεια και τη διορατικότητά της.
He received praise for his well-written speech that resonated with the audience.
Λάμβανε επαίνους για τον καλογραμμένο λόγο του που βρήκε απήχηση στο κοινό.



























